-
1 ракетный
ракетн||ыйприл πυραυλικός, πυραυλοκίνητος:\ракетныйая установка ἡ πυραυλική ἐγκατάσταση· \ракетный снаряд τό πυραυλοκίνητο βλήμα· \ракетныйые войска́ τά πυραυλικά στρατεύματα. -
2 самолёт
το αεροπλάνο, το αεροσκάφοςпассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -сверхзвуковой - υπερηχητικό/υπερακουστικό -турбореактивный - αεριοστροβιλοκίνητο -, αεριοστροβιλοφόρο --учебно-тренировочный - εκπαιδευτικό -, εκπαιδευτικό - προκεχωρημένης εκπαίδευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > самолёт